κατάβρεξη

κατάβρεξη
η (Α κατάβρεξις) [καταβρέχω]
το κατάβρεγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταβρέξῃ — καταβρέξηι , κατάβρεξις soaking fem dat sg (epic) καταβρέχω drench aor subj mid 2nd sg καταβρέχω drench aor subj act 3rd sg καταβρέχω drench fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχτης — ο [βρέχω] 1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης») 2. η υδρορροή της στέγης 3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • επικαταιόνησις — ἐπικαταιόνησις, ἡ (Α) νέα καταιόνησις*, επίσχυση νερού, κατάβρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταιόνησις «κατάβρεξη»] …   Dictionary of Greek

  • ανισόστιχος — (anisostichus). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βιγνονειδών, με ακαθόριστο πλήθος ειδών. Είναι φυτά αναρριχητικά, ελικοφόρα, ταχυαυξή, αειθαλή, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα αντίθετα, σύνθετα χωρίς παράφυλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”